Πρωτοδικείο Αθηνών αριθμός αποφάσεως 3548.2004

Αποτελούμενο από τον δικαστή Κωνσταντίνο Παναρίτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Απριλίου 2004, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αιτούντων: 1) Παναγιώτη Μαντά, [...], 2) Γιάννη Μαρκάκη, [...], 3) Ηλία Νικολόπουλου, [...] και 4)Νίκου Σαραντόπουλου, [...], απάντων μελών της τετραμελούς Διοικούσας Επιτροπής του ΔΗ.Κ.ΚΙ και μελών της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Επιτροπής του, από τους οποίους, οι μεν 1ος, 2ος, και 4ος εκπρωσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Σταμούλη, ο δε 3ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Του καθ' ου η αίτηση: Δημήτρη Τσοβόλα, [...], τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλαος Μαυρομάτης.

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 7 Απριλίου 2004 αίτηση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης 4145/2004 προσδιορίστηκε για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, καθώς και ο εμφανισθείς αυτοπροσώπως 3ος των αιτούντων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 29 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ο θεσμός των πολιτικών κομμάτων, που διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο για τη λειτουργία του πολιτεύματος της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα επιβάλλει, εξάλλου, η οργάνωση και η δράση των κομμάτων να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και να λαμβάνει ειδική μέριμνα για την οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος. Στα πλαίσια αυτά τα κόμματα διαμορφώνουν ελεύθερα τις επιλογές που αναφέρονται στη δομή, την οργάνωση και την λειτουργία τους. Η οργανωτική δομή των κομμάτων διαγράφεται από το καταστατικό τους, στο οποίο καταστρώνονται οι αρχές, αποκρυσταλλώνεται σε γενικές γραμμές η ιδεολογία και καθορίζονται -σε εσωτερική ιεραρχική διαπλοκή- τα όργανα τους, ενώ ρυθμίζονται επίσης οι σχέσεις των μελών προς το κόμμα (Γ. Παπαδημητρίου, Δίκαιο Πολιτικών Κομμάτων σελ. 33 επ., Γ. Παπαδημητρίου - Μ. Σπορδουλάκη, Τα καταστατικά των Πολιτικών Κομμάτων, σελ. 1 επ.). Η σχέση του μέλους με το κόμμα είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου, εφόσον το κόμμα είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου, εφόσον το κόμμα αποτελεί ένωση προσώπων, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Συντ. Και επομένως ρυθμίζεται από το αστικό, ειδικά το σωματειακό δίκαιο (Πηνελόπη Φουντελάκη, Ενδοκομματική Δημοκρατία και Σύνταγμα, σελ. 272). Περαιτέρω με βάση τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Ν.Δ. 59/1974 τα πολιτικά κόμματα συνιστώνται και λειτουργούν ως ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, κατά την έννοια της ΑΚ 107. Ακολούθως με την παρ. 6 του άρθρου 29 του Ν. 3023/2002 ορίζεται ότι "το πολιτικό κόμμα αποκτά με την ίδρυση του νομική προσωπικότητα για την εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής του". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι με τη νόμιμη σύσταση του κόμματος, δηλαδή με την τήρηση των προβλεπομένων γι' αυτήν διατυπώσεων του νόμου, επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια η κτήση της νομικής προσωπικότητας. Τα κόμματα αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Ο βασικός γι' αυτά Ν.3023/2002 που προσδίδει νομική προσωπικότητα στα νομίμως συνιστώμενα κόμματα, ισχύει κατά την ορθή έννοια του, τόσο για τα μετά την έναρξη ισχύος του συνιστώμενα κόμματα, όσο και για τα πριν απ' αυτή συσταθέντα. Ο νόμος αυτός αναφέρεται βασικώς στη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Δεν περιέχει κανόνες που αναφέρονται στην λειτουργία τους. Αν αυτό, ενόψει του άνω σκοπού του νόμου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κανό, ανακύπτει η ανάγκη του προσδιορισμού του πλαισίου που διέπει τη διάλυση ενός πολιτικού κόμματος. Όπως έχει αναφερθεί, τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν με βάση τα καταστατικά τους και επομένως η διάλυση ενός νόμιμα συνεστημένου κόμματος μπορεί να γίνει με βάση τυχόν ρύθμιση του καταστατικού. Αν τέτοιο λείπει, ανακύπτει η ανάγκη καθορισμού του κανόνα δικαίου βάσει του οποίου θα γίνει η διάλυση του. Ως περισσότερο πρόσφορες στην περίπτωση αυτή, παρουσιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 103-106 του Αστικού Κώδικα. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τους λόγους και τον τρόπο διαλύσεως ενός σωματίου και μπορούν να εφαρμοστούν ανάλογα επί πολιτικών κομμάτων, λόγω της σωματειακής οργανώσεως, την οποία αυτά εμφανίζουν. Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι μόνη η διοίκηση του σωματείου και ακόμη ολιγότερο ο πρόεδρος αυτού δεν έχουν εξουσία να αποφασίσουν την διάλυση του πολιτικού κόμματος. Στη διοίκηση από την ΑΚ 105 παρέχεται η δυνατότητα, αν συντρέχει ένας από τους προβλεπόμενους στο νόμο λόγους, να προκαλέσει την διάλυση με δικαστική απόφαση. Επομένως, μόνο ο πρόεδρος της διοικήσεως ενός πολιτικού κόμματος ή ο ιδρυτής του αδυνατεί κατά νόμο να αποφασίσει την διάλυση ή την αναστολή λειτουργίας ενός πολιτικού κόμματος, αν δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στο καταστατικό. Επομένως με βάση τις ανωτέρω διατάξεις υπάρχει δυνατότητα διαλύσεως ή αναστολής λειτουργίας ενός πολιτικού κόμματος, εφόσον τούτο αποφασιστεί από την γενική συνέλευση του κόμματος, που αποτελεί το ανώτατο όργανο αυτού (ή το συνέδριο) με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 99 ΑΚ. Δεν θεωρείται αρκετή προς τούτο σχετική απόφαση άλλου οργάνου του κόμματος που κατέχει ήσσονα θέση στην βαθμίδα των οργάνων του κόμματος.

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 682 παρ. 1, 691 παρ. 3, 692 παρ. 1 και 732 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, όταν κάποιο δικαίωμα ορισμένου προσώπου διατρέχει οποιοδήποτε κίνδυνο, διατάσσονται ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρησή του ή την ρύθμιση κατάστασης. Τα διατασσόμενα ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να είναι είτε από εκείνα τα οποία ρητώς αναφέρονται στον ΚπολΔ, είτε και άλλα, τα οποία δεν μνημονεύονται μεν σε αυτόν, υπαγορεύονται όμως από τις συντρέχουσες περιστάσεις. Υπό την έννοια αυτή είναι δυνατό και νόμιμο να διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως οποιασδήποτε απόφασης Διοικητικού Συμβουλίου ή Γενικής Συνέλευσης νομικού προσώπου, αν με τον τρόπο αυτό πρόκειται να διατηρηθεί ή εξασφαλιστεί ένα δικαίωμα μέχρι να αποφασίσει για αυτό το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο (ΜΠΠειρ 1106/1980 ΕΕμπΔ 32.394, ΜΠΗλ 554/1984 ΕΕμπΔ 35.601, ΜΠΚαβ. 67/1981 ΝοΒ 29.1432).

Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι είναι μέλη της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Πολιτικού Κόμματος ΔΗΚΚΙ, ότι ο Πρόεδρος αυτού, μετά από σχετική απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, που λήφθηκε με οριακή πλειοψηφία, ανέστειλε την λειτουργία του κόμματος, χωρίς όμως να ληφθεί απόφαση της Κ.Π.Ε. και του Συνεδρίου, που αποτελούν τα ανώτατα όργανα του κόμματος. Ότι ο καθού έδωσε εντολή να κλείσουν τα γραφεία του κόμματος σε όλη την Ελλάδα και προβαίνει σε ενέργειες που κατατείνουν στην διάλυση του κόμματος. Ότι η απόφαση για αναστολή λειτουργίας του κόμματος είναι άκυρη, γιατί λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, ότι οι ενέργειες του καθού είναι παράνομες και αντίθετες προς την βούληση των μελών του κόμματος και των καταστατικών οργάνων αυτού και ότι από τις ενέργειες του καθού διαγράφεται άμεσος κίνδυνος διακοπής της λειτουργίας του κόμματος και οριστικής διάλυσής του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να διαταχθεί ο καθού να απέχει από ενέργειες που παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία και δράση του ΔΗΚΚΙ και να παραδώσει το σύνολο των βιβλίων και εγγράφων του κόμματος και να απειληθεί κατ' αυτού χρηματική ποινή για την περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τις διατάξεις της αποφάσεως που θα εκδοθεί . Με αυτό το περιεχόμενο η κρινόμενη αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που έχουν αναφερθεί σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 731, 947 ΚΠολΔ, και αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την διαδικασία των άρθρων 683 ΕΠ. ΚΠολΔ (άρθρα 682, 683 παρ. 1 και 684 ιδίου Κώδικα), απορριπτομένης της περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου προς εκδίκαση της παρούσας υποθέσεως εντάσεως του καθού, καθόσον, όπως έχει αναφερθεί πρόκειται περί διαφοράς ιδιωτικού δικαίου η οποία τόσο κατά το άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος όσο και κατά το άρθρο 1 ΚΠολΔ, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία μπορούν να αποφαίνονται επί της ουσίας, δικάζοντας την κύρια υπόθεση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρο 29 παρ. 5 του Ν. 3023/2002 έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Α' Τμήματος του Αρείου Πάγου προς επίλυση "οι διαφωνίες για το δικαιούχο του ονόματος και του εμβλήματος, καθώς επίσης την ιδιότητα του Προέδρου ή του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής πολιτικού κόμματος". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για διαφωνίες σχετικές μετά εν λόγω θέματα, η δικαιοδοσία για την επίλυσή τους έχει ανατεθεί στα πολιτικά δικαστήρια (Α' Τμήμα του Αρείου Πάγου). Για τις διαφορές αυτές σε περίπτωση κατεπείγουσα ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, ανακύπτει αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου, κατ' άρθρ. 682 επ. ΚΠολΔ, να διατάξει τα ενδεικνυόμενα ασφαλιστικά μέτρα. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η αίτηση κατ' ουσίαν.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων Γεωργίου Πάντζα και Αθανασίου Γαϊτανά, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τους ισχυρισμούς αυτών και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 20-12-1995 δήλωση του καθού, που κατατέθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ιδρύθηκε το πολιτικό κόμμα με τον τίτλο Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ). Το κόμμα αυτό ανέπτυξε από της ιδρύσεώς του μέχρι τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (Μάρτιος 2004) σημαντική πολιτική δραστηριότητα και δημιούργησε οργανώσεις σε όλη τη χώρα και στο εξωτερικό. Η οργανωτική δομή του διαγράφεται από το καταστατικό του, που εγκρίθηκε από το 1ο τακτικό συνέδριο των μελών που συνήλθε από 1-3/12/2000 και το οποίο καθορίζει τα όργανα του κόμματος και τις αρμοδιότητες αυτών. Κυρίαρχο όργανο είναι το Συνέδριο, που αποτελεί το ανώτατο πολιτικό όργανο και καθορίζει την πολική του κόμματος σε όλα τα ζητήματα. Εκλέγει την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή (Κ.Π.Ε.) και τον Πρόεδρο του Κόμματος και ελέγχει τα όργανα αυτού. Συγκαλείται κάθε τέσσερα (4) χρόνια, ενώ μπορεί να συγκληθεί και εκτάκτως με απόφαση των 2/3 των μελών της Κ.Π.Ε. Η τελευταία είναι το ανώτερο όργανο του Κόμματος μεταξύ του χρόνου δύο (2) συνεδρίων και συγκαλείται τακτικά ανά τρίμηνο και εκτάκτως μετά από αίτημα του 1/3 των μελών της. Αποτελείται από 120 τακτικά μέλη και βρίσκεται σε απαρτία με την παρουσία των 2/3 των μελών της. Εκλέγει την Πολιτική Γραμματεία (Π.Γ.), η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο και δώδεκα (12) μέλη. Η Πολιτική Γραμματεία αποτελεί όργανο πολιτικού σχεδιασμού και το εκτελεστικό όργανο της Κ.Π.Ε. Τέλος, ο Πρόεδρος εκλέγεται από το Συνέδριο και εκπροσωπεί το Κόμμα σε όλες τις εκδηλώσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Προεδρεύει στην Π.Γ. και την Κ.Π.Ε. και εισηγείται στο Συνέδριο και την Κ.Π.Ε. πάνω σε ζητήματα πολιτικής και ιδεολογίας του κόμματος. Το ΔΗΚΚΙ έλαβε μέρος στις Ευρωεκλογές του 1999 και εξέλεξε δύο (2) βουλευτές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στις βουλευτικές εκλογές του 2000 συγκέντρωσε ποσοστό 2,7% και στις πρόσφατες εκλογές ποσοστό 1,8% με αποτέλεσμα να μείνει εκτός Βουλής και στις δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις. Στις 20-3-2004 συνήλθε η Πολιτική Γραμματεία του κόμματος και αποφάσισε με πλειοψηφία 5 έναντι 4 και μιας λευκής ψήφου, την αναστολή λειτουργίας του Κόμματος. Ακολούθως ο καθού με την υπ' αριθμ. 2556/2-4-2004 δήλωσή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δήλωσε ότι αναστέλλει την λειτουργία του ΔΗΚΚΙ. Επίσης με την υπ' αριθμ. 1/29-3-2004 αίτησή του προς το αρμόδιο για τα οικονομικά των κομμάτων Γ' Αντιπρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, ζήτησε να οριστούν ορκωτοί λογιστές προκειμένου να γίνει ο απαιτούμενος διαχειριστικός έλεγχος του κόμματος. Στην συνέχεια ο καθού, παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας των μελών της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ στην αναστολή λειτουργίας αυτού, έδωσε εντολή να λυθούν οι μισθώσεις των γραφείων του κόμματος σε όλη την χώρα και να διακοπεί η ηλεκτροδότηση και η τηλεφωνική τους σύνδεση. Τέλος δε, κατακρατούνται εκ μέρους του όλα τα βιβλία και έγγραφα του κόμματος. Η ως άνω απόφαση περί αναστολής λειτουργίας του ΔΗΚΚΙ, ενός κόμματος που συμμετείχε από της ιδρύσεώς του σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και είχε αναπτύξει πλούσια πολιτική και κοινωνική δράση, είναι κορυφαία πολιτική απόφαση στη ζωή του κόμματος και θα έπρεπε να ληφθεί από το ανώτατο όργανο αυτού, που είναι το Συνέδριο και δεν αρκεί η απόφαση άλλου οργάνου, όπως είναι η Πολιτική Γραμματεία ή απόφαση μόνο του ιδρυτή του Κόμματος. Επομένως, η περί αναστολή λειτουργίας του ΔΗΚΚΙ απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας αυτού, δεν είναι έγκυρη, μη δυνάμενη να επιφέρει το σκοπούμενο από αυτή αποτέλεσμα, δηλαδή την αναστολή λειτουργίας του κόμματος. Πρόκειται για απόφαση που ελήφθη από καθ' ύλη αναρμόδιο όργανο και η οποία θίγει τα συμφέροντα των αιτούντων, που είναι μέλη της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΔΗΚΚΙ και διατρέχουν άμεσο κίνδυνο να απολέσουν το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας μέσω του ως άνω κόμματός τους, δεδομένου ότι απ' την εν λόγω απόφαση και τις ως άνω ενέργειες του καθού διαγράφεται άμεσος κίνδυνος διακοπής της λειτουργίας του κόμματος και οριστικής διαλύσεως αυτού. Επομένως μέχρι να κριθεί η κυρία υπόθεση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (αναγνώριση της ακυρότητας της αποφάσεως αναστολής λειτουργίας του κόμματος) συντρέχει επείγουσα περίπτωση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος ματαιώσεως της συμμετοχής του κόμματος στην πολιτική ζωή της χώρας (Ευρωεκλογές κ.λπ.) στα πλαίσια της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Τα πλέον πρόσφορα ασφαλιστικά μέτρα είναι η αναστολή εκτέλεσης της πιθανολογούμενης ως άκυρης απόφασης της Π.Γ. του ΔΗΚΚΙ περί αναστολής λειτουργίας αυτού, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής για την αναγνώριση της ακυρότητας της αποφάσεως αυτής και η υποχρέωση του καθού να απέχει από ενέργειες που παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία του κόμματος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η προστασία που παρέχεται με τα διατασσόμενα ασφαλιστικά μέτρα είναι προσωρινή και προς αποτροπή υποκατάστασης της κυρίας δίκης από αυτά, πρέπει, κατά το άρθρο 693 παρ. 1 ΚΠολΔ να ορισθεί προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης, μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί από τους αιτούντες η αγωγή για την κύρια υπόθεση, σε περίπτωση δε που παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία επέρχεται αυτοδίκαια άρση των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 693 παρ. 2).

Σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση και ως ουσία βάσιμη, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων εις βάρος του καθού λόγω της ήττας του (176 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την αίτηση.

Αναστέλλει την εκτέλεση της από 20-3-2004 απόφασης της Πολιτικής Γραμματείας του Κόμματος "Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα" (ΔΗΚΚΙ) περί αναστολής της λειτουργίας του κόμματος αυτού μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής που θα ασκηθεί για την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω αποφάσεως, διατασσομένου του καθού όπως απέχει από ενέργειες που παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία και δράση του κόμματος του ΔΗΚΚΙ.

Ορίζει προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως, μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί από τους αιτούντες η αγωγή για την κύρια υπόθεση, αλλιώς επέρχεται αυτοδίκαια άρση των ασφαλιστικών μέτρων.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, εις βάρος του καθού η αίτηση.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2004.